- υπερβατός
- -ή, -ό / ὑπερβατός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω]1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν(γραμμ.-ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις τής πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή συναποτελούν ενιαίο σύνολο, χωρίζονται και απομακρύνονται μεταξύ τους, με την παρεμβολή άλλων λέξεων, που είναι άσχετες ή, τουλάχιστον όχι τόσο συνδεδεμένες με αυτές, όπως λ.χ. στις φράσεις «με τη δική σου ήρθα στον κόσμο τη λατρεία» ή «μὴ λέγετε ὡς ὑφ' ἑνὸς τοιαῡτα πέπονθ' ἡ Ἑλλὰς ἀνθρωπου»νεοελλ.φρ. α) «υπερβατό διάστημα»μουσ. κάθε διάστημα μεγαλύτερο τού συνεχούς διαστήματος δευτέραςβ) «σχήμα υπερβατό» — το υπερβατόαρχ.1. αυτός που υπερβαίνει κάτι, που προχωρεί πιο πέρα από κάτι («τὰ δ' ἔστι καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα», Αισχύλ.)2. ασυνήθιστος, παράξενος («ὑπερβατὰ ἐνύπνια», Αριστοτ.)3. φρ. «νοήσεις ὑπερβαταί» — νοήματα που εκφέρονται σε αντίστροφες φράσεις (Διον. Αλ.).επίρρ...ὑπερβατῶς Α1. σύντομα, εν παρόδω2. αντίστροφη σειρά.
Dictionary of Greek. 2013.